μπαρμπρίζ

μπαρμπρίζ
το
άκλ. βλ. παρμπρίζ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρμπρίζ — και μπαρμπρίζ, το η πλάκα από ανθεκτικό γυαλί ή από άλλο διαφανές υλικό που τοποθετείται στο μπροστινό μέρος τού αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος και χρησιμεύει στο να προστατεύει τον οδηγό και τους άλλους επιβάτες από την ορμητική είσοδο τού ανέμου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”